Κοινωνικές ανισότητες στην υγεία στην Ελλάδα ή αλλιώς… όπου φτωχός και η μοίρα του (;)

Την ίδια στιγμή που το Υπουργείο Υγείας επαίρεται για την αναβάθμιση των υποδομών του ΕΣΥ στη δευτεροβάθμια και πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και ο υπουργός Υγείας αναφέρει πως: «…δεν μπορεί η μία, οι δύο ή οι πέντε αστοχίες να καλύπτουν τις 79 χιλιάδες επιτυχίες… Αλλά είναι και πολύ επικίνδυνο για τον ελληνικό λαό να εμπεδωθεί στην κοινή γνώμη η αίσθηση ότι αν συμβεί κάτι άσχημο στην υγεία του να έχουμε τον φόβο ότι αν κάτι μας συμβεί θα είμαστε μόνοι μας και αβοήθητοι. Η Ελλάδα, να ξέρετε, δεν αφήνει κανέναν μόνο του και αβοήθητο.», παρουσιάστηκαν τα συμπεράσματα της μελέτης με θέμα «Κοινωνικές ανισότητες στην υγεία – Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, ερευνητικά ευρήματα και προτάσεις πολιτικής»* που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΙ), με την υποστήριξη της βιοφαρμακευτικής εταιρείας MSD Ελλάδος,  και τα αποτελέσματα παρουσίασαν κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου ο Ομότιμος Καθηγητής ΕΚΠΑ και Διευθυντής του Ινστιτούτου, Γιάννης Τούντας, η Ελπίδα Πάβη, Κοσμήτορας της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και ο Κυριάκος Σουλιώτης, Κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, μέσα από τα οποία φαίνεται καθαρά πως στη χώρα μας οι χαμηλότερες κοινωνικοοικονομικές τάξεις καταγράφουν χειρότερη υγεία, μεγαλύτερη θνησιμότητα και νοσηρότητα, κυρίως στα χρόνια νοσήματα, και πιο ανθυγιεινές συμπεριφορές, ενώ αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη δυσκολία πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας, στις προληπτικές εξετάσεις και στο φάρμακο.

Οι Κοινωνικές Ανισότητες στην Υγεία στην Ελλάδα

«Οι κοινωνικές επιδράσεις στην υγεία έχουν μελετηθεί και στη χώρα μας. Η αξιολόγηση βιβλιογραφικών δεδομένων από πολλαπλές πηγές καταλήγει σε μια σειρά από ενδιαφέροντα συμπεράσματα, που περιλαμβάνονται στη μελέτη με τίτλο “Κοινωνικές ανισότητες στην υγεία – Εννοιολογικές προσεγγίσεις, ερευνητικά ευρήματα και προτάσεις πολιτικής” που παρουσιάζουμε σήμερα», εξήγησε ο κ. Τούντας.

«Η Ελλάδα αντιμετώπισε αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων στην υγείας (ΚΑΥ) κατά την οικονομική κρίση του 2010-2018. Τα δημοσιονομικά προγράμματα μείωσαν μισθούς και συντάξεις, αύξησαν την ανεργία και τους φόρους, επηρεάζοντας το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών. Οι περικοπές στην υγεία, η μείωση των δικαιούχων επιδομάτων, οι αυξήσεις στη συμμετοχή των χρηστών στο κόστος και οι θεσμικές παρεμβάσεις της περιόδου είχαν σημαντικές συνέπειες, που μόλις αρχίζουν να αξιολογούνται», συμπλήρωσε.

Ας μιλήσουν τα νούμερα

Το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση για την περίοδο 2013-2017 διέφερε σημαντικά ανάμεσα σε άτομα με τριτοβάθμια εκπαίδευση και άτομα με χαμηλότερη εκπαίδευση. Η διαφορά κυμάνθηκε από 1,1 χρόνια το 2014 έως 2,3 χρόνια το 2017, με μέγιστη διαφορά 4,2 ετών το 2013 λόγω της οικονομικής κρίσης που επηρέασε κυρίως τα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα.

Το 2021, μεγαλύτερα ποσοστά ατόμων από ανώτερες κοινωνικές τάξεις αξιολόγησαν την υγεία τους ως «εξαιρετική» ή «πολύ καλή» σε σύγκριση με τις κατώτερες τάξεις. Η καλή υγεία αυξάνεται όσο αυξάνεται το εισόδημαμε το 94% των ατόμων που κερδίζουν πάνω από 3.001€ μηνιαίως να δηλώνουν «καλή» ή «πολύ καλή» υγεία. Οι διαφορές στην ύπαρξη χρόνιων ασθενειών ήταν μεγαλύτερες μεταξύ ατόμων με χαμηλότερη εκπαίδευση το 2013-2022, με τα ποσοστά να είναι τριπλάσια σε σχέση με όσους έχουν τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τα ποσοστά αυξήθηκαν το 2020-2021 λόγω της πανδημίας. Το 2021, οι ανώτερες τάξεις εμφάνιζαν χαμηλότερα ποσοστά χρόνιων νοσημάτων, εκτός από άσθμα, καρδιακή ανεπάρκεια και εγκεφαλικά επεισόδια. Η μεγαλύτερη διαφορά καταγράφηκε στην κατάθλιψη, με 2% στις ανώτερες τάξεις και 12% στις κατώτερες.

Σημαντικές ανισότητες εμφανίζονται και σε ό,τι αφορά τις υπηρεσίες υγείας και δη στις προληπτικές εξετάσεις, σύμφωνα με όσα ανέφερε ο Κυριάκος Σουλιώτης. Άτομα από ανώτερες κοινωνικές τάξεις τις πραγματοποιούν σε μεγαλύτερο ποσοστό, με τις διαφορές πιο έντονες στην πρόληψη καρκίνου. Στα χαμηλά εισοδήματα, το 91,9% δεν έχει κάνει κολονοσκόπηση, ενώ στα υψηλά το ποσοστό είναι 77,5%.

Οι γυναίκες με υψηλότερα εισοδήματα αναφέρουν εξέταση μαστού σε ποσοστό 86%, ενώ στις χαμηλότερες τάξεις 46%. Επίσης, το 85% των γυναικών με υψηλότερη εκπαίδευση έχουν κάνει εξέταση τραχηλικού επιχρίσματος (τεστ Παπανικολάου), έναντι 39% στις λιγότερο μορφωμένες.

Διακοπή φαρμακευτικής περίθαλψης για… οικονομικούς λόγους

Αναφορικά με τις δαπάνες υγείας, η Ελπίδα Πάβη ανέφερε πως το τόνισε ότι το ποσοστό ατόμων με οικονομικές δυσκολίες που σταμάτησαν ή μείωσαν τη φαρμακευτική αγωγή χωρίς ιατρική συμβουλή ήταν σημαντικά υψηλότερο από εκείνους χωρίς οικονομικά προβλήματα, με το κόστος να είναι η κύρια αιτία. Η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο χάσμα στις ανικανοποίητες ανάγκες υγείας μεταξύ υψηλού και χαμηλού εισοδήματος στον ΟΟΣΑ. Το 18,1% των χαμηλόμισθων ανέφερε μη καλυπτόμενες ανάγκες υγειονομικής περίθαλψης, έναντι 0,9% των υψηλόμισθων. Οι ιδιωτικές πληρωμές υγείας στην Ελλάδα είναι οι υψηλότερες στην ΕΕ (35,2%), αυξάνοντας τον κίνδυνο καταστροφικών δαπανών, ειδικά για τους φτωχότερους. Το ποσοστό των νοικοκυριών που αντιμετωπίζει καταστροφικές δαπάνες υγείας αυξήθηκε από 7% σε 8,9% μεταξύ 2010-2019.

Τέλος, το 2013, το 25% των χρόνιων ασθενών στην Ελλάδα αντιμετώπισε γεωγραφικά εμπόδια, το 63,5% οικονομικά, και το 58,5% εμπόδια λόγω λιστών αναμονής. Άνεργοι, χαμηλόμισθοι και λιγότερο μορφωμένοι είχαν περισσότερα οικονομικά εμπόδια, ενώ γυναίκες και ασθενείς με χαμηλό εισόδημα ή κακή υγεία αντιμετώπιζαν γεωγραφικά εμπόδια. Οι άνεργοι και χαμηλόμισθοι είχαν περισσότερες πιθανότητες να συναντήσουν λίστες αναμονής. Το χάσμα πρόσβασης σε περίθαλψη μεταξύ πλουσίων και φτωχών δεκαπλασιάστηκε από το 2008 ως το 2013, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat.

Τα συμπεράσματα 

Κλείνοντας την παρουσίαση της μελέτης ο Γιάννης Τούντας ανέφερε πως «από τα συμπεράσματα της μελέτης γίνεται αντιληπτό ότι οι Κοινωνικές Ανισότητες στην Υγεία στην Ελλάδα επηρεάζονται από παράγοντες όπως το εκπαιδευτικό επίπεδο, το εισόδημα, το φύλο, η οικογενειακή κατάσταση, η ηλικία, η κοινωνική υποστήριξη και οι γεωγραφικοί παράγοντες».

Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της μελέτης, η Καθηγήτρια Δημόσιας Υγείας και Κοσμήτορας της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, Ελπίδα Πάβη σημείωσε ότι «Οι κοινωνικές ανισότητες στην υγεία αποτελούν μείζον θέμα Δημόσιας Υγείας. Και αυτό γιατί οι ανισότητες καταγράφονται διαχρονικά, είναι συστηματικές, έχουν κατά κανόνα κοινωνική αιτιολογία και μπορούν να χαρακτηριστούν ως άδικες με βάση το τρέχον αξιακό μας σύστημα σε θέματα υγείας, δεδομένου ότι μπορούν να προληφθούν σε σημαντικό βαθμό. Σε μια σύγχρονη πολιτική υγείας, ο στόχος της μείωσης των ανισοτήτων στην υγεία δεν μπορεί πλέον να παραμένει απλώς σε επίπεδο ρητορικής. Απαιτούνται διατομεακές πολιτικές και παρεμβάσεις με ειδικό στόχο τη μείωση των ανισοτήτων, και βεβαίως αξιολόγηση της επίτευξης του στόχου αυτού σε μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο. Η βελτίωση της ισότητας στο επίπεδο της υγείας, στις συμπεριφορές υγείας, στην πρόσβαση και χρήση υπηρεσιών υγείας και στο κόστος που βαρύνει τα νοικοκυριά μπορεί να επιτευχθεί με δομικές παρεμβάσεις που ενισχύουν πρωτίστως τις Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, αυξάνουν την αποδοτικότητα της νοσοκομειακής και φαρμακευτικής περίθαλψης, και τελούν σε συνοχή με άλλους τομείς πολιτικής που έχουν αντίκτυπο στην υγεία, όπως η οικονομία, η εργασία, η κοινωνική προστασία και πρόνοια, αλλά και το περιβάλλον, η παιδεία, κ.α.».

Με τη σειρά του, ο Καθηγητής Πολιτικής Υγείας και Κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Κυριάκος Σουλιώτης ανέφερε ότι «το εισόδημα, το εκπαιδευτικό επίπεδο, η γεωγραφική περιοχή και άλλοι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες σχετίζονται με βασικούς δείκτες πρόσβασης στις φροντίδες υγείας, όπως π.χ. το κόστος χρόνου και χρήματος, η ελευθερία επιλογής και τελικά η ποιότητα των υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται. Αντίστοιχες ανισότητες διαπιστώνονται και στο σκέλος της χρηματοδότησης, με το φαινόμενο να εμφανίζεται με μεγαλύτερη ένταση σε χώρες με υψηλή ιδιωτική δαπάνη, όπως η Ελλάδα. Η διερεύνηση των ανισοτήτων αυτών που παρουσιάζεται στη συγκεκριμένη έκδοση ευελπιστούμε ότι θα κινητοποιήσει μηχανισμούς παρέμβασης και θα οδηγήσει στην ανάληψη διατομεακών πρωτοβουλιών, προσανατολισμένων τόσο στο σύστημα υγείας όσο και στους παράγοντες που ενοχοποιούνται για τις ανισότητες στην πρόσβαση σε αυτό».

Τέλος, ο Αντώνης Καρόκης, Διευθυντής External Affairs Director της ΜSD Ελλάδος απευθύνοντας σύντομο χαιρετισμό κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου ανέφερε χαρακτηριστικά: «Τα ευρήματα της μελέτης δείχνουν ότι η καταπολέμηση των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων στην υγεία είναι πρωταρχική αναγκαιότητα στην Ελλάδα και διεθνώς. Στην MSD έχουμε το όραμα να βασιζόμαστε στην επιστήμη για να ανακαλύπτουμε θεραπείες που βελτιώνουν τις ζωές των ανθρώπων και των ζώων. Στην παρούσα μελέτη υποστηρίξαμε την επιστήμη για να αναδειχθούν τα προβλήματα και να προταθούν λύσεις που θα βελτιώνουν την ποιότητα ζωής όλων μας. Οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες διαβίωσης  και οι συμπεριφορές υγείας επηρεάζουν το επίπεδο υγείας του πληθυσμού περισσότερο από τις υπηρεσίες υγείας. Άρα η μείωση των ανισοτήτων στην υγεία και την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας προάγει την υγεία του πληθυσμού και θεωρούμε κοινωνική μας ευθύνη την υποστήριξη τέτοιων προσπαθειών».

Οι προτάσεις τους

Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των Κοινωνικών Ανισοτήτων στην Υγεία (ΚΑΥ), η μελέτη προτείνει:

  1. Συγκρότηση κυβερνητικής/διυπουργικής επιτροπής για την αντιμετώπιση των ΚΑΥ, η οποία θα απαρτίζεται από Υπουργούς που εμπλέκονται στους παρακάτω τομείς πολιτικής: εθνικής οικονομίας και οικονομικών, αγροτικής ανάπτυξης και τροφίμων, εργασίας, κοινωνικών υποθέσεων, κοινωνικής συνοχής και οικογένειας, παιδείας, υγείας. Προτείνεται να προεδρεύει της Επιτροπής ο Πρωθυπουργός και το έργο της να συνεπικουρείται από ειδικούς επιστήμονες.
  2. Δημιουργία «Παρατηρητηρίου» Κοινωνικών Ανισοτήτων στην Υγεία, στο πλαίσιο της λειτουργίας του Οργανισμού Διασφάλισης της Ποιότητας στην Υγεία (ΟΔΙΠΥ). Θα στελεχώνεται από ειδικούς επιστήμονες και θα έχει ως βασικές αρμοδιότητες με βάση τις οδηγίες του ΠΟΥ: α) τον καθορισμό της θεματολογίας, την επιλογή των δεικτών και των διαστάσεων των ΚΑΥ, β) τον εντοπισμό των πηγών και τη συλλογή των δεδομένων, γ) την ανάλυση των δεδομένων, δ) την έκθεση/παρουσίαση των αποτελεσμάτων.
  3. Λήψη συγκεκριμένων άμεσων μέτρων στο ΕΣΥ, στο Φάρμακο, στη χρηματοδότηση, στην αποζημίωση, και στον τομέα της Δημόσιας Υγείας για την αντιμετώπιση των ΚΑΥ, καθώς και επιτάχυνση των διαρθρωτικών αλλαγών που αφορούν στους παραπάνω τομείς, πρωτίστως του ΕΣΥ».

Κατά τη διάρκεια της Συνέντευξης Τύπου αναφέρθηκε από τους ομιλητές πως η πολυσέλιδη μελέτη θα αναρτηθεί στην ιστοσελίδα Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΙ) και πως ελπίζουν να αξιοποιηθεί όπως πρέπει από την ηγεσία του Υπουργείου Υγείας.

Μετά την αύξηση στις τιμές των φθηνών φαρμάκων και στην υλοποίηση απογευματινών χειρουργείων επί πληρωμή, πώς άραγε θα αξιοποιήσει η Πολιτεία τα συμπεράσματα αυτά, μέσα από τα οποία φαίνεται καθαρά πως οι κατώτερες εισοδηματικά τάξεις αντιμετωπίζουν σοβαρά θέματα με την πρόληψη, τη περίθαλψη, τη θεραπεία και την φαρμακευτική αγωγή;

Η πρόσφατη έρευνα του ΙΣΘ

Η παραπάνω μελέτη έρχεται να κουμπώσει με την επίσης πρόσφατη έρευνα του Ιατρικού συλλόγου Θεσσαλονικής. H εν λόγω έρευνα πραγματοποιήθηκε από την εταιρεία tothepoint για λογαριασμό του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, κατά την περίοδο 5-12 Ιουλίου. Η έρευνα έγινε τηλεφωνικά, χρησιμοποιώντας δομημένο ερωτηματολόγιο σε δείγμα 1.102 κατοίκων της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης, ηλικίας άνω των 17 ετών.

Τα συμπεράσματα ήταν τα εξής:

Ένα σημαντικό ποσοστό (43,9%) των πολιτών της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης εκφράζει δυσαρέσκεια για τις υπηρεσίες υγείας στη χώρα μας, ενώ ικανοποιημένο δηλώνει το 33,4%. Μεταξύ των δυσαρεστημένων, το 50% είναι γυναίκες και το 37,5% άνδρες, με το υψηλότερο ποσοστό (56,4%) να ανήκει στην ηλικιακή ομάδα 25-35 ετών.

Σχετικά με τις δημόσιες υπηρεσίες υγείας, το 56,7% των ερωτηθέντων δηλώνει δυσαρέσκεια, ενώ το 26,7% είναι ικανοποιημένο και το 14,5% δεν εκφράζει συγκεκριμένη γνώμη. Μεταξύ των δυσαρεστημένων, το 54,5% είναι γυναίκες και το 48,7% άνδρες. Επιπλέον, το 48,7% πιστεύει ότι η ποιότητα των υπηρεσιών υγείας έχει επιδεινωθεί τα τελευταία 2-3 χρόνια, ενώ το 26,3% θεωρεί ότι έχει βελτιωθεί.

Για την ιατρική περίθαλψη, το 66,1% των ερωτηθέντων προτιμά ιδιωτικά ιατρεία, το 35,7% επισκέπτεται νοσοκομεία, το 20,2% ιατρούς του ΕΟΠΥΥ, το 8,2% Κέντρα Υγείας-Ιατρεία ΠΕΔΥ και το 6,4% ιδιωτικά πολυιατρεία/κλινικές. Σταθερά τον ίδιο γιατρό επισκέπτεται το 82,8% των πολιτών. Το 27,7% αναζητά ιατρική βοήθεια για οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας, ενώ το 22,6% το κάνει μόνο για σοβαρά προβλήματα.

Το 62,8% βρίσκει ιδιώτη γιατρό μέσω φίλων, το 18,7% από σύσταση άλλων γιατρών, και το 15,5% μέσω διαδικτύου. Το 72,1% πιστεύει ότι το κόστος των ιατρικών υπηρεσιών έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, ενώ το 22,5% θεωρεί ότι παραμένει σταθερό. Ένα ποσοστό 43,8% θεωρεί ότι η συνεργασία του ΕΣΥ με τον ιδιωτικό τομέα θα βελτιώσει τις υπηρεσίες υγείας, ενώ το 20,1% πιστεύει ότι θα τις επιδεινώσει.

Όσον αφορά τις πρόσφατες ρυθμίσεις για τα απογευματινά χειρουργεία με πληρωμή, το 50% εκφράζει αρνητική άποψη, ενώ το 30,8% έχει θετική άποψη.

Σχετικά με τον προσωπικό/οικογενειακό γιατρό, το 74% των πολιτών έχει εγγραφεί, ενώ το 23,2% όχι. Από αυτούς που δεν έχουν εγγραφεί, το 38,5% δεν το θεωρεί χρήσιμο, το 34,1% αμέλησε, και το 18,7% προσπάθησε αλλά δεν κατάφερε να εγγραφεί. Το 44,6% από αυτούς δεν σκοπεύει να εγγραφεί στο μέλλον.

Επιπλέον, το 81,6% των πολιτών δεν έχει ιδιωτική ασφάλιση, ενώ το 16,3% έχει. Από εκείνους που έχουν, το 42,2% δήλωσε ότι έχει ωφεληθεί αρκετά, το 37,5% πολύ, και το 12,5% το ίδιο. Το 59% των νέων γιατρών επιθυμούν να μεταναστεύσουν από την Ελλάδα, κυρίως λόγω της απογοήτευσης από την εκπαίδευση, την πρόσβαση σε εκπαιδευτικό υλικό, και τις υποδομές στα νοσοκομεία.

Πηγή : healthmag.gr

Κοινοποίηση

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to Top