Μελέτη του ΕΚΠΑ καταδεικνύει ότι 8 μήνες μετά την ανάρρωση από COVID-19, παραμένει αδύναμο το ανοσοποιητικό σύστημα, ιδιαίτερα σε ότι αφορά στα επίπεδα των Β κυττάρων.
Οι δε βαριά ασθενείς έχουν μειωμένο αριθμό λεμφοκυττάρων (λεμφοπενία), αυξημένα ποσοστά κατασταλτικών κυττάρων, μειωμένη παραγωγή ιντερφερονών (αντι-ιικές πρωτεΐνες) και αυξημένη παραγωγή κυτταροκινών που επιτείνουν τη φλεγμονή στον οργανισμό (ιντερλευκίνη 6, ιντερλευκίνη 1β και παράγοντα νέκρωσης των όγκων).
Η λοίμωξη προκαλεί σε πολλά κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος εξάντληση, με αποτέλεσμα την αδυναμία του οργανισμού να περιορίσει τον πολλαπλασιασμό του ιού και τελικά να τον εξαλείψει.
Καθηγητές, συνεργάτες και ερευνητές του ΕΚΠΑ μελέτησαν τις αλλαγές που παραμένουν στα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος 2 και 8 μήνες μετά την ανάρρωση σε 100 εθελοντές που δωρίσουν μέρος του πλάσματός τους (που είναι πλούσιο σε αντι-SARS-CoV-2 αντισώματα) στο πλαίσιο κλινικής δοκιμής χορήγησης πλάσματος σε βαρέως πάσχοντες από COVID-19. Για τη μελέτη αυτή συνεργάστηκαν η Θεραπευτική Κλινική της Ιατρικής Σχολής και η Μονάδα Κυτταρομετρίας Ροής στο Τμήμα Βιολογίας του ΕΚΠΑ και τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στα διεθνή περιοδικά “VIRUSES” (https://www.mdpi.com/1999-4915/13/1/26/htm) και “MICROORGANISMS” (https://susy.mdpi.com/user/manuscripts/review_info/c5995659a23e8979f73f6a228845b120). Οι καθηγητές του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Ουρανία Τσιτσιλώνη, Ευάγγελος Τέρπος, Ιωάννης Τρουγκάκος, Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα βασικότερα ευρήματα.
Η μελέτη
Με πολυχρωματική κυτταρομετρία ροής, συνολικά μελετήθηκαν οι μεταβολές σε 24 διαφορετικούς τύπους λευκών αιμοσφαιρίων μολυσθέντων με διαφορετικής βαρύτητας συμπτώματα της νόσου (από ήπια νόσηση έως παρατεταμένη νοσηλεία σε νοσοκομείο). Σε σύγκριση με φυσιολογικά μη μολυνθέντα άτομα, στους δυο μήνες μετά τη λοίμωξη από τον SARS-CoV-2, οι περισσότεροι δότες πλάσματος εμφάνισαν σχετική αποκατάσταση των επιπέδων των κυττάρων του ανοσοποιητικού τους συστήματος.
Διαπιστώθηκε ότι:
- οι αναρρώσαντες δότες είχαν ακόμα μειωμένα επίπεδα Β λεμφοκυττάρων, βοηθητικών Τ λεμφοκυττάρων και ουδερόφιλων,
- όσοι νόσησαν αλλά δεν ανέπτυξαν ειδικά αντισώματα έναντι του SARS-CoV-2 διατηρούσαν ακόμα και δυο μήνες μετά, αυξημένα επίπεδα σε πληθυσμούς των ανοσοκυττάρων που σχετίζονται με την επιτυχή αντιμετώπιση ιικών λοιμώξεων.
- Οι νοσηλευθέντες δότες είχαν χαμηλά επίπεδα κατασταλτικών κυττάρων, τα οποία μάλλον σχετίζονται με παράταση της φλεγμονής που προκαλείται από τον κορονοϊό και διατηρείται για τουλάχιστον δυο μήνες μετά την αρχική λοίμωξη.
Στους 8 μήνες μετά τη λοίμωξη, τα κύτταρα του φυσικού σκέλους του ανοσοποιητικού συστήματος (φυσικά φονικά κύτταρα, μονοκύτταρα και ουδετερόφιλα) παρουσίασαν πλήρη αποκατάσταση και τα ποσοστά τους ήταν αντίστοιχα με αυτά των φυσιολογικών ατόμων.
Ωστόσο, τα επίπεδα των Β κυττάρων όπως και άλλων κυττάρων που ανήκουν στην ειδική ανοσία ήταν ακόμα μειωμένα σε σύγκριση με τα άτομα που δεν είχαν μολυνθεί από τον SARS-CoV-2, ο οποίος φαίνεται πως αφήνει την «ανοσολογική του υπογραφή» ακόμα και 8 μήνες μετά την αρχική λοίμωξη.
Τα στοιχεία αυτά ενισχύουν την αξία του εμβολιασμού γιατί η ανοσολογική απόκριση θα ενισχυθεί σημαντικά και θα είναι πιο αποτελεσματική σε σχέση με αυτήν που προκαλείται μετά από φυσική λοίμωξη με τον ιό.
Εκτιμάται ότι τα παραγόμενα από το εμβόλιο εξουδετερωτικά αντισώματα καθώς και η ανοσολογική μνήμη μέσω των Β και Τ λεμφοκυττάρων, θα μπορούν να προστατεύσουν τον οργανισμό από επαναμόλυνση, αλλά και σε περίπτωση λοίμωξης θα αποτρέψουν την εκδήλωση σοβαρών συμπτωμάτων της COVID-19.
Πηγή: virus.com.gr