Συνταγματικό κρίθηκε από την Δικαιοσύνη το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού των εργαζομένων σε δομές Υγείας. Το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση ακύρωσης που είχε καταθέσει η ΠΟΕΔΗΝ.
Συγκεκριμένα, η υπ’ αριθμόν 1684/2022 απόφαση της Ολομέλειας του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, δεν έκανε δεκτή την αίτηση ακυρώσεως της ΠΟΕΔΗΝ κατά της Δ1α/ΓΠ.οικ.50933/13-8-2021 υπουργική απόφαση «Διαδικασία και λόγοι απαλλαγής από την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού». Αντίθετα την έκρινε συνταγματική, αναφέροντας χαρακτηριστικά «το μέτρο του εμβολιασμού, καθ’ εαυτό, συνιστά σοβαρή μεν παρέμβαση στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και στην ιδιωτική ζωή του ατόμου και δη στη σωματική και ψυχική ακεραιότητα αυτού, πλην συνταγματικώς ανεκτή, εφ’ όσον, κατά τα ανωτέρω, προβλέπεται από ειδική νομοθεσία, υιοθετούσα πλήρως τα έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά πορίσματα στον αντίστοιχο τομέα και παρέχεται δυνατότητα εξαιρέσεως από τον εμβολιασμό σε ειδικές ατομικές περιπτώσεις, για τις οποίες αυτός αντενδείκνυται».
Προστασία της δημόσιας Υγείας
Το δικαστήριο επικαλείται την προστασία της υγείας του ατόμου και της δημόσιας Υγείας, «με τις ρυθμίσεις του άρθρου 206 του ν. 4820/2021 επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, αναγόμενου στην προστασία της δημόσιας υγείας έναντι του κορονοϊού, ο οποίος παρουσιάζει ειδικότερες πτυχές. Εν πρώτοις το αμφισβητούμενο μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού συγκεκριμένης κατηγορίας εργαζομένων (το πάσης φύσεως προσωπικό που απασχολείται στις δομές υγείας, όπως εξειδικεύονται στην παρ. 2 του άρθρου 206) αποβλέπει στην προστασία της υγείας του εν λόγω προσωπικού, το οποίο ως εκ του τόπου παροχής της εργασίας του κινδυνεύει να μολυνθεί από τον κορωνοϊό covid-19. Ειδικότερα, οι υγειονομικοί εν γένει αποτελούν ομάδα επαγγελματιών που εκτίθεται ιδιαίτερα σε κίνδυνο μολύνσεως από τον ιό». Όσο για τις παρενέργιες αναφέρεται ότι «εξ άλλου, η εμφάνιση σε στατιστικώς πολύ μικρό αριθμό περιπτώσεων σοβαρών παρενεργειών ορισμένων εμβολίων δεν καθιστά συνταγματικώς ανεπίτρεπτη τη νομοθετική πρόβλεψη του υποχρεωτικού εμβολιασμού και είναι πάντως ανεκτή χάριν του δημοσίου συμφέροντος, εν όψει και της αρχής της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος)…» .
Ακριβώς, σημαντικός κρίνεται ο εμβολιασμός τους λόγω του άμεσου κινδύνου έκθεσης στον ιό, «λόγω της κομβικής σημασίας της ομάδας αυτής στην αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσεως, του αυξημένου κινδύνου νόσησης, αλλά και της ιδιαίτερης ευθύνης αποσοβήσεως κινδύνου βλάβης λόγω μεταδόσεως της νόσου στους νοσηλευόμενους και στα λοιπά ευάλωτα άτομα που βρίσκονται υπό τη φροντίδα τους».
«Με βάση τα ανωτέρω, το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού του εν γένει προσωπικού των δομών υγείας δεν είναι προδήλως δυσανάλογο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτό συνταγματικής τάξεως σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην προστασία της δημόσιας υγείας, εφ’ όσον ο νομοθέτης έχει λάβει υπ’ όψιν τα υφιστάμενα κατά τον χρόνο της θεσπίσεώς του επιστημονικά και επιδημιολογικά δεδομένα, όπως τούτα έχουν αναλυτικά εκτεθεί προηγουμένως» επισημαίνεται.
Καθεστώς αναστολής ανεμβολίαστων υγειονομικών
Το δικαστήριο υποστήριξε πως «το μέτρο αυτό δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Και τούτο, διότι η αναστολή καθηκόντων και οι εντεύθεν συνέπειες αυτής, αφ’ ενός αποβλέπουν στην τήρηση της νόμιμης υποχρέωσης εμβολιασμού, ώστε αυτή να μη μείνει κενό γράμμα, αφ’ ετέρου ισχύουν όχι επ’ αόριστον αλλά μέχρι την επαναξιολόγηση του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού, η οποία, πάντως, πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος».
Αξιοσημείωτο είναι πως πέντε Σύμβουλοι Επικρατείας ισχυρίστηκαν ότι «ο νομοθέτης θα όφειλε να προβλέψει την καταβολή ενός ελάχιστου ποσοστού αποδοχών». Δυο εξ αυτών σημείωσαν πως «η επίμαχη ρύθμιση, αντίκειται και στην κατοχυρούμενη από το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος αρχή της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων».
Πηγή : virus.com.gr