Η θέση της Επαγγελματικής Ένωσης Παθολόγων Ελλάδος, ενόψει αναγνώρισης της ειδικότητας της διαβητολογίας
Τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας ιδιαίτερα όταν ο διαβήτης τους συνοδεύεται και από στις σχετιζόμενες συννοσηρότητες. Είναι επομένως ανάγκη ο κάθε παθολόγος να εκπαιδεύεται επαρκώς για να είναι σε θέση να διαγνώσει και να αντιμετωπίσει τον διαβήτη και τις συννοσηρότητες.
Ο Παθολόγος ακόμη είναι αυτός, που θα κρίνει αν απαιτείται η συνδρομή συναδέλφου άλλης ειδικότητας όπως του καρδιολόγου για να συνδράμει στην επίτευξη ενός άριστου θεραπευτικού σχεδιασμού.
Παράλληλα όλοι οι διαβητικοί που εισάγονται εκτάκτως στα νοσοκομεία για απορρύθμιση του διαβητικού συνδρόμου, για τυχόν οξείες επιπλοκές (υπογλυκαιμία -κέτωση) αλλά ακόμα και για χρόνιες επιπλοκές όπως το διαβητικό πόδι νοσηλεύονται και αντιμετωπίζονται αποκλειστικά στις παθολογικές κλινικές.
Όλες οι ειδικότητες χειρουργικές ή μη, όταν απαιτήσουν εσωτερική μεταφορά διαβητικών ασθενών για συνέχιση της θεραπείας και πάλι απευθύνονται αποκλειστικά σε παθολογικά τμήματα.
Διερωτόμαστε λοιπόν πως είναι δυνατόν η πολιτεία από τη μια να εμπιστεύεται τον Παθολόγο στη διαχείριση των διαβητικών ασθενών από την πρωτοβάθμια έως την τριτοβάθμια υγεία και από την άλλη να τον υποβαθμίζει δηλώνοντας, ότι δεν μπορεί να επιλέγει την αντιδιαβητική αγωγή ενός ασθενούς.
Οι διαβητικοί σήμερα αποτελούν το 10% του γενικού πληθυσμού και το ποσοστό τους ξεπερνάει το 25% στις μεγαλύτερες ηλικίες με εύθραυστη υγεία. Η διασπορά θεραπευτικών αρμοδιοτήτων, όταν δεν χρειάζεται και αφορά ένα μεγάλο αριθμό ασφαλισμένων θα επιβαρύνει αλόγιστα τα ήδη ταλαιπωρημένα οικονομικά ασφαλιστικά ταμεία.
Πανελλήνια εταιρεία υποειδικότητας της Παθολογίας διατείνεται και ασκεί σχετικές πιέσεις στα αρμόδια όργανα της Πολιτείας για να οικειοποιηθεί τόσο στον τίτλο της ειδικότητας όσο και στα γνωστικά της αντικείμενα τον σακχαρώδη διαβήτη, γιατί αυτό ακολουθείται και από άλλα συστήματα υγείας σε αναπτυγμένες οικονομικά χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής. Αυτό όμως που κρύβει επιμελώς είναι, ότι οι συνάδελφοί τους στις Χώρες αυτές έχουν πιστοποιηθεί με αξιολόγηση μέσω εξετάσεων για την κατάρτισή τους στην παθολογία πριν την συνέχιση της κύριας ειδικότητας τους. Αντίθετα στην Ελλάδα δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο και ούτε τα κέντρα που τους παρέχουν την εκπαίδευση στην παθολογία έχουν ποτέ αξιολογηθεί. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν η άσκηση στην Παθολογία σε ένα γενικό νοσοκομείο όπως ο Ευαγγελισμός να είναι συγκρίσιμη με την άσκηση σε ένα ειδικό νοσοκομείο όπως τα αντικαρκινικά, σε ένα νοσοκομείο, που δεν εφημερεύει ποτέ η υποτυπωδώς συμμετέχει ή σε ένα νοσοκομείο μιας επαρχιακής πόλης όπως στο Άργος για παράδειγμα να δίνουν την απαιτούμενη επάρκεια γνώσεων στην Παθολογία.
Ίσως σε αυτή την ελλιπή εκπαίδευση να οφείλεται και η αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν σε τριτοβάθμια νοσοκομεία οξέα περιστατικά αμιγώς ενδοκρινοπαθειών όπως η θυρεοτοξική κρίση και το μυξοίδημα ή οι υπερτασικές κρίσεις του φαιοχρωμοκυτώματος. Αυτά και άλλα ανάλογα περιστατικά τα αναλαμβάνουν και αντιμετωπίζονται επιτυχώς από τους παθολόγους.
Προξενεί λοιπόν εντύπωση, πώς εφόσον θεωρούν ότι ο διαβήτης είναι γνωστικό αντικείμενο τους, να μην απαιτούν να διαχειρίζονται αυτοί όλα τα οξέα συμβάματα και τις νοσηλείες των διαβητικών μαζί με παραπάνω περιστατικά στις ανάλογες κλινικές (όπου αυτές υπάρχουν). “Ποιούν την νήσσα” και με συντεχνιακού τύπου τακτικές επιζητούν να αποφασίζουν μόνο για την θεραπεία του διαβήτη (γιατί άραγε;) με μια θεωρητική μόνο εκπαίδευση τις περισσότερες φορές, αφού τα νοσοκομεία που έχουν εκπαιδευτεί, ίσως να μη διέθεταν ούτε διαβητολογικό κέντρο.
Η Ε.Ε.Π.Ε. συμφωνεί με την εξειδίκευση στην Διαβητολογία και θεωρούμε, ότι η εξειδίκευση στον Σακχαρώδη Διαβήτη, με τη μεγάλη αναβάθμιση των γνώσεων μπορεί να συμβάλλει σε περιπτώσεις ανάγκης πληρέστερης αντιμετώπισης διαβητικών ασθενών σε δευτεροβάθμια ιδιωτικά ή δημόσια και σε τριτοβάθμια κέντρα. Οι Παθολόγοι λόγω της μεγάλης εμπειρίας και ευρέος φάσματος γνώσεων είναι αυτοί που με την εξειδικευμένη εκπαίδευση στη συνέχεια μπορούν να προσφέρουν πολύτιμες υπηρεσίες στον ασθενή που κάνεις άλλος συνάδελφος άλλης ειδικότητας δεν θα μπορέσει να βοηθήσει, αφού ούτε την επαρκή εμπειρία και γνώση θα έχει, ούτε την εκπαίδευση στην ολιστική αντιμετώπιση ενός διαβητικού ασθενή με πολλαπλά προβλήματα. Επισημαίνουμε εντούτοις την ανάγκη ύπαρξης ασφαλιστικών δικλείδων αναφορικά με την οριοθέτηση του γνωστικού αντικειμένου των Παθολόγων.
Συγκεκριμένα θεωρούμε ότι η αναγνώριση της εξειδίκευσης στο διαβήτη δεν πρέπει να περιορίζει τα βασικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ειδικότητας της Παθολογίας, όπως της επιλογής της κατάλληλης αντιδιαβητικής αγωγής, της παραγγελίας του ειδικού εργαστηριακού ελέγχου παρακολούθησης του διαβητικού καθώς και τις σχετικές πιστοποιήσεις και γνωματεύσεις στα πλαίσια της καθημερινής ιατρικής πράξης. Ότι θα αποφασισθεί για την τριτοβάθμια υγεία πρέπει να ισχύει και για την πρωτοβάθμια.
Με δεδομένα τα παραπάνω η ΕΕΠΕ:
• Καταδικάζει απερίφραστα τις κυρίως υπόγειες και αθέμιτες προσπάθειες Ενδοκρινολόγων, αλλά και μέρους των διοικούντων της ΕΔΕ, να «καρπωθούν» την χρήση των θεραπευτικών πρωτοκόλλων για τον ΣΔ. Εάν δεν ισχύει αυτό, τους καλεί να το διαψεύσουν δημοσίως και να σταματήσουν περαιτέρω παρεμβάσεις στο ΚΕΣΥ και στο Υπουργείο Υγείας στο πλαίσιο μιας κακώς εννοούμενης επαγγελματικής/συντεχνιακής εκπροσώπησης
• Θεωρεί ως επαρκή την εκπαίδευση των Παθολόγων στον Σ.Δ. κατά την διάρκεια της ειδικότητάς τους,
• Καλεί τους Παθολόγους οι οποίοι έχουν ασχοληθεί ιδιαιτέρως και σε οποιοδήποτε επίπεδο με τον Σ.Δ. να πυκνώσουν τις τάξεις της Ε.Ε.Π.Ε, και να βοηθήσουν, ώστε να καταστουν σαφή τα επιστημονικά δικαιώματά των παθολόγων, δηλαδή πρώτα να διαφυλάξουμε την παθολογία και μετά την εξειδίκευση της διαβητολογίας.
Πηγή : healthmag.gr